διάγραμμα

διάγραμμα
Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που αναφέρθηκε. Έστω μια τέτοια συνάρτηση f με τύπο της τιμής της f(χ) και πεδίο ορισμού της ένα διάστημα, έστω Ι. Σε ένα καρτεσιανό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο σημειώνουμε τις παραστάσεις-σημεία των διατεταγμένων ζευγών (χ,f(χ)) για κάθε χ από το Ι· η εικόνα που προκύπτει με αυτό τον τρόπο είναι το δ. (ή γραφική παράσταση) ή ακριβέστερα, το καρτεσιανό δ. της f. Στην πράξη, φυσικά, παίρνουμε μόνο μερικά σημεία από το Ι· όσο περισσότερα τέτοια σημεία προσδιορίζουμε τόσο πιο πιστό είναι το διάγραμμα. Τα σημεία (χ,f(χ)) που παίρνουμε με τον προηγούμενο τρόπο συνδέονται με ευθύγραμμα τμήματα και έτσι στην πράξη έχουμε πάντα μια πολυγωνική γραμμή ως μια προσέγγιση του ιδανικού καρτεσιανού δ. της συνάρτησης. Στην περίπτωση που η f είναι μια εμπειρική συνάρτηση που διέπει ένα φαινόμενο (φυσικό, στατιστικό κλπ.), τα σημεία (χ,f(χ)) υποδεικνύονται από το πείραμα· έτσι έχουμε πάλι μία πολυγωνική γραμμή ως προσέγγιση του καρτεσιανού δ. της άγνωστης συνάρτησης f, η οποία περιγράφει τόσο ακριβέστερα τη συνάρτηση όσο περισσότερα σημεία προσδιορίζουμε. Πρακτικά, κατασκευάζουμε πρώτα έναν πίνακα των τιμών της f για τα διάφορα χ και κατόπιν παριστάνουμε τα σημεία (χ,f(χ)) στο καρτεσιανό σύστημα αναφοράς. Αν η συνάρτηση f είναι γνωστή και όχι εμπειρική και επιπλέον παραγωγίζεται μία τουλάχιστον φορά, τότε το δ. κατασκευάζεται ακριβέστερα, αφού προηγηθεί η μελέτη της f με τις μεθόδους του διαφορικού λογισμού. Για την ίδια συνάρτηση μπορεί να κατασκευαστεί και το λεγόμενο πολικό δ. της. Αυτό γίνεται αν τα διατεταγμένα ζεύγη (χ,f(χ)) παρασταθούν με σημεία στο επίπεδο, όπου οι συντεταγμένες (χ,f(χ)) θα νοούνται ως πολικές συντεταγμένες – η χ ως πολική γωνία και η f(χ) ως πολική ακτίνα του σημείου-εικόνας του (χ,f(χ). Αυτό προϋποθέτει τη λήψη ενός αρχικού σημείου στο επίπεδο, του πόλου, και ενός άξονα (που διέρχεται από τον πόλο), του πολικού άξονα. Αυτός ο τρόπος παράστασης προσιδιάζει ιδιαίτερα σε συναρτήσεις που εμφανίζουν ένα είδος περιοδικότητας και χρησιμοποιείται επίσης τόσο για συναρτήσεις γνωστές μαθηματικώς όσο και για εμπειρικές συναρτήσεις. πολιτιστικά δ. Σε άμεση σύνδεση με την εθνολογική θεωρία της εξέλιξης, εμφανίστηκε στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. μια τάση που εκπροσωπήθηκε από τους Φ. Γκρέμπνερ, Β. Σμιτ, Λ. Φρομπένιους κ.ά., οι οποίοι εντόπισαν ορισμένους πολιτιστικούς κύκλους και ανήγαγαν σε αυτούς τους διάφορους πολιτισμούς. Αυτοί οι κύκλοι χαρακτηρίζονται από σαφώς καθορισμένα πολιτιστικά και ψυχολογικά στοιχεία, που έχουν προσδιοριστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάζουν οργανικούς τρόπους ύπαρξης, σκέψης και ενέργειας. Η θεωρητική αυτή κατεύθυνση σημείωσε επιτυχία τόσο στη Γερμανία, όπου όμως εκφυλίστηκε ολοένα και περισσότερο με τον Γιένσεν και τον Φόλχαρτ σε ρατσιστικές θεωρίες, όσο και στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα με το συγγραφικό έργο και τη διδασκαλία του Φραντς Μπόας. Εκεί όμως η έρευνα επικεντρώθηκε ειδικότερα στην ανάλυση ορισμένων μεγάλων πολιτιστικών δ., στον προσδιορισμό ορισμένων αντιδράσεων-τύπων του κοινωνικώς καθορισμένου ατόμου καθώς και στην πραγματικότητα που το περιβάλλει. Ξεχωριστή σημασία παρουσιάζουν, με την έννοια αυτή, οι έρευνες του Κάρντινερ σχετικά με τους διάφορους τύπους «βασικής προσωπικότητας» καθώς και των Ρουθ Μπένεντικτ και Μάργκαρετ Μιντ σχετικά με τα «πρότυπα πολιτισμού». ψυχολογικό και επαγγελματικό δ. Η έκφραση ψυχολογικό δ. οφείλεται στον Ρώσο ψυχίατρο Γκριγκόρι Ιβάνοβιτς Ροσόλιμο (1860-1928) ο οποίος τη χρησιμοποίησε για να χαρακτηρίσει ένα ιδιαίτερο σύστημα γραφικής παράστασης των δεδομένων που προκύπτουν από τον ποσοτικό υπολογισμό των κυριότερων χαρακτηριστικών ή παραγόντων της προσωπικότητας ή των ψυχικών λειτουργιών ενός ατόμου. Η τεθλασμένη γραμμή που ενώνει τις αξίες που σημειώνονται στις διάφορες κάθετες στήλες, σχεδιάζει ένα μοντέλο που μπορεί να παραβληθεί με τη φυσιογνωμική κατατομή (προφίλ). Η έκφραση επαγγελματικό δ. χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα για να προσδιορίσει τον ελάχιστο βαθμό φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων που απαιτούνται για την ανάπτυξη ορισμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Τόσο το επαγγελματικό όσο και το ψυχολογικό δ. μπορούν να αποδοθούν με γραφική παράσταση. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι σύνταξης του ψυχολογικού και του επαγγελματικού δ., που συνεπάγονται όμως όλοι τη χρήση ακριβών και έγκυρων ψυχομετρικών μεθόδων. Η χρήση του ψυχολογικού δ. είναι σήμερα διαδεδομένη στο σχολείο, όπου ο πατροπαράδοτος έλεγχος υπήρξε στην ουσία ο πρόδρομός του. Και οι δύο τύποι δ. χρησιμοποιούνται συχνά στην εφαρμοσμένη ψυχολογία της εργασίας, ειδικά στους τομείς του επαγγελματικού προσανατολισμού και της επαγγελματικής επιλογής.
* * *
το (AM διάγραμμα) [διαγράφω]
1. η γραφική παράσταση ενός αντικειμένου, ενός φαινομένου ή μιας διεργασίας, με γενικές γραμμές
2. η περίληψη ενός έργου
3. το πεντάγραμμο τής ευρωπαϊκής μουσικής
4. η προβολή τών σημείων ενός αντικειμένου πάνω σ' ένα επίπεδο
αρχ.
1. γεωμετρικό σχήμα
2. ψήφισμα, απόφαση
3. μητρώο
4. η διατονική κλίμακα
5. απογραφή
6. κανονισμός, διάταξη
7. διάταγμα
8. γεωγραφικός χάρτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάγραμμα — figure marked out by lines neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάγραμμα — το 1. σχεδιάγραμμα ενός αντικειμένου: Παραγγείλαμε σε μηχανικό το διάγραμμα του οικοπέδου μας. 2. γραφική παράσταση της πορείας και των μεταβολών που υφίσταται μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο: Σε όλα τα νοσοκομειακά κρεβάτια υπάρχει κρεμασμένη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιστόγραμμα ή ιστορική παράσταση — Διάγραμμα που παριστάνει τη γραφική παράσταση κατανομών συχνότητας. Το ι. είναι πολύ χρήσιμο για την παράσταση ασυνεχών ιστορικών σειρών. Για παράδειγμα, στον πρώτο πίνακα, στον οριζόντιο άξονα είναι σημειωμένα τα ακαδημαϊκά έτη από το 1945 46… …   Dictionary of Greek

  • διαγραμμάτων — διάγραμμα figure marked out by lines neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράμμασι — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράμμασιν — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράμματα — διάγραμμα figure marked out by lines neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράμματι — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράμματος — διάγραμμα figure marked out by lines neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”